- ακόμη
- και ακόμα επίρρ.(Μ ἀκόμη)Α. (χρονικό)1. (χωρίς άρνηση) α) έως τώρα«το μωρό κοιμάται ακόμη»β) μόλις, πριν από λίγο«ακόμη προχθές είχες άλλη γνώμη»2. (με άρνηση) α) όχι έως τώρα«δεν έχω διαβάσει ακόμη»β) πριν, προτού να«ακόμη δεν μεγάλωσες και θέλεις αυτοκίνητο;»Β. (ποσοτικό) επιπλέον, περισσότερο«βάλε ακόμη ζάχαρη στον καφέ»Γ. (επιτατικό) (πριν από συγκρ. επίθ. ή επίρρ.) πιο, περισσότερο«το δικό του δωμάτιο είναι ακόμη μεγαλύτερο».[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀκομὴ < αρχ. ἀκμὴν < ἀκμὴ*το -ο- τής λ. ἀκόμη αναπτύχθηκε αναλογικά προς τα συγγενή σημασιολογικά επιρρ. τότε, όταν, πότε κ.λπ., καθώς και προς τα αντωνυμικά επίθ. πόσος, τόσος κ.λπ., με τα οποία η λ. συνήθως συνεκφέρεται. Ο αναβιβασμός τού τόνου στο επίρρ. ἀκόμη οφείλεται επίσης σε αναλογική επίδραση τών παραπάνω λέξεων. Η κατάλ. -α τού επιρρ. κατά τα πολλά σε -α επίρρ. τής νεοελλ.].
Dictionary of Greek. 2013.